εκτεχνώμαι

εκτεχνώμαι
ἐκτεχνῶμαι (-άομαι) (Α)
επινοώ τέχνασμα, μηχανεύομαι («τοιόνδε τι ἐξετεχνήσαντο» — επινόησαν αυτό το τέχνασμα, Θουκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”